- Σκίρτος
- Σκίρτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκίρτος — ὁ, Α 1. προσωνυμία Σατύρου 2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι οι ακόλουθοι τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)] … Dictionary of Greek
Σκίρτου — Σκίρτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίρτους — Σκίρτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Скирт — • Scirtus, Σκίρτος, западный приток Хабора (н. Хабур) в Месопотамии. Он происходил от слияния 25 источников и протекал мимо Эдессы; нынешнее имя Дайсан, равнозначное с древним, заимствовано от прыгающего его течения … Реальный словарь классических древностей
σκιρτοπόδης — ὁ, Α αυτός που έχει πόδια επιτήδεια στο σκίρτημα («Σάτυρος σκιρτοπόδης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ) + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. στραβοπόδης] … Dictionary of Greek